- επαχθίζομαι
- ἐπαχθίζομαι (Α) [επαχθής]φορτώνομαι, φέρω βάρος («ὑποζυγίων τρόπονἐπηχθισμένους», Φίλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπαχθιζόμεναι — ἐπαχθίζομαι to be burdened with . . pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαχθιζόμενοι — ἐπαχθίζομαι to be burdened with . . pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαχθισάμενοι — ἐπαχθίζομαι to be burdened with . . aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)